- παιδονόμῳ
- παιδονόμοςsupervisor of educationmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδονομώ — παιδονομῶ, έω (Α) [παιδονόμος] έχω το αξίωμα τού παιδονόμου, είμαι επόπτης τής ανατροφής και τής εκπαίδευσης τών παιδιών … Dictionary of Greek